- μυοχαλαρωτικά
- Φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά τη νάρκωση και την τεχνητή αναπνοή. Χρησιμοποιούνται επίσης για τη θεραπεία πόνων χαμηλά στην πλάτη και διαταραχές που προκαλούν μυϊκό σπασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθαδόνη — Συνθετικό ναρκωτικό της ομάδας των οπιούχων, στην οποία ανήκει η ηρωίνη και η μορφίνη. Είναι γνωστή και ως δολοφίνη και αποτελεί ψυχοτρόπο φάρμακο, καθώς επηρεάζει την αναθρώπινη συμπεριφορά. Η μ. χρησιμοποιείται για την ανακούφιση του χρόνιου… … Dictionary of Greek
αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… … Dictionary of Greek